Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγεννητικός 1 -ή -ό [projenitikós] Ε1 : (ιατρ.) που προηγείται, που συμβαίνει ή που πραγματοποιείται πριν από τον τοκετό: ~ έλεγχος. Προγεννητική περίοδος.
προγεννητικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- γεννητικός μτφρδ. γαλλ. prénatal]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προγεννητικός 2 -ή -ό : (ψυχαν.) που ανήκει ή που αναφέρεται στα πρώ τα στάδια (στοματικό, πρωκτικό, φαλλικό) της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης του ανθρώπου: Προγεννητικά στάδια.
[λόγ. < προγεννητικός 1]



