Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβοκάρω [provokáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) προκαλώ, ερεθίζω σκόπιμα κπ., ενεργώ ως προβοκάτορας2: Mη με προβοκάρεις, δε θα σου απαντήσω.
[ιταλ. provocar(e) -ω < γαλλ. provoquer]



