Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προβιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβιά η [provjá] Ο24 : 1. το ακατέργαστο ή και κατεργασμένο δέρμα προβάτου ή άλλου ζώου με το τρίχωμά του· (πρβ. τομάρι): Tο πάτωμα ήταν στρωμένο με προβιές. 2. (μτφ.) στοιχείο μεταμφίεσης με πρόθεση την παραπλάνηση.

[μσν. προβέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < πρόβ(α δες στο πρόβειος) -έα > -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go