Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προβεβλημένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προβεβλημένος -η -ο [provevliménos] Ε3 μππ. του προβάλλω : που έχει προβληθεί, που έχει γίνει ευρύτερα γνωστός· εξέχων, διαπρεπής: ~ συγγραφέας / καλλιτέχνης / πολιτικός / διανοούμενος.

[λόγ. μππ. του αρχ. προβάλλω (δες προβάλλωΙΙΙ1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες