Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προβεβλημένος -η -ο [provevliménos] Ε3 μππ. του προβάλλω : που έχει προβληθεί, που έχει γίνει ευρύτερα γνωστός· εξέχων, διαπρεπής: ~ συγγραφέας / καλλιτέχνης / πολιτικός / διανοούμενος.
[λόγ. μππ. του αρχ. προβάλλω (δες προβάλλωΙΙΙ1)]



