Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προαγορά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγορά η [proaγorá] Ο24 : η αγορά εμπορεύματος ή προϊόντος με τη συμφωνία ότι η παράδοσή του θα γίνει σε μεταγενέστερο χρόνο: Ο έμπορος προχώρησε σε ~ ολόκληρης της παραγωγής του καλλιεργητή.

[λόγ. προ- αγορά μτφρδ. γαλλ. préachat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προαγοράζω [proaγοrázo] -ομαι Ρ2.1 : αγοράζω ένα εμπόρευμα ή ένα προϊόν εκ των προτέρων, με τη συμφωνία ότι αυτό θα μου παραδοθεί σε μεταγενέστερο χρόνο: Όλη η παραγωγή σπαραγγιών έχει προαγοραστεί από τους εμπόρους.

[λόγ. < ελνστ. προαγοράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες