Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προέλαση η [proélasi] Ο33 : (στρατ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προελαύνω: Γρήγορη / ταχεία / ορμητική ~. H ~ των εχθρικών στρατευμάτων ανακόπηκε.
[λόγ. < αρχ. προέλα(σις) `επίθεση ιππικού΄ -ση]



