Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πριόβολος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριόβολος ο [priófolos] Ο20 & πριόβολο το [prióvolo] Ο41 : (παρωχ.) ατσάλινο αντικείμενο, εξάρτημα του τσακμακιού, με το οποίο χτυπούσαν τις τσακμακόπετρες για να βγάλουν σπίθες. || (επέκτ.) τσακμάκι.

[*πυρόβολος με μετάθ. του [r] < αρχ. πυροβόλος `που ρίχνει φωτιά΄ (για αναμμένα βέλη) με μετακ. τόνου κατά τα άλλα σύνθ.· μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go