Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πριονωτός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριονωτός -ή -ό [prionotós] Ε1 : που έχει δόντια όπως το πριόνι: Πριονωτό μαχαίρι. Πριονωτά φύλλα. πριονωτά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πριονωτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go