Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριονιστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριονιστός -ή -ό [prionistós] Ε1 : 1. που τον δούλεψαν, τον επεξεργάστηκαν με πριόνι. 2. που έχει δόντια, εγκοπές, όπως το πριόνι.

[πριονισ- (πριονίζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες