Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριονιστήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριονιστήριο το [prionistírio] Ο42 : 1. εργαστήριο με μηχανικά πριόνια: Οι κορμοί των δέντρων κόβονται στο ~ και γίνονται καδρόνια ή σανίδες. 2. η πριονοκορδέλα.

[λόγ. πριονισ- (πριονίζω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες