Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρινάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρινάρι το [prinári] Ο44 : (λαϊκότρ.) το πουρνάρι.

[μσν. πρινάριον υποκορ. του αρχ. πρῖν(ος) -άριον (πρβ. πουρνάρι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες