Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πριμαντόνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πριμαντόνα η [primadóna] Ο25 : 1. τίτλος τραγουδίστριας (συνήθ. υψιφώνου) που πρωταγωνιστεί στην όπερα: H Kάλλας υπήρξε μια από τις διασημότερες πριμαντόνες. 2. (μτφ.) για πρόσωπο: α. που παίζει έναν κεντρικό ρόλο: Ο υπουργός οικονομικών είναι η ~ της κυβέρνησης. β. που θεωρεί τον εαυτό του και συμπεριφέρεται ως κτ. το ιδιαίτερο, το ξεχωριστό (που απαιτεί από τους άλλους αντίστοιχη αντιμετώπιση): Εμφανίζεται / φέρεται σαν ~.

[ιταλ. prima donna (αρχική σημ.: `πρώτη κυρία΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες