Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρεσβύτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεσβύτης ο [prezvítis] Ο10 : άνδρας μεγάλης ηλικίας, ηλικιωμένος, γέρος. ANT νέος.

[λόγ. < αρχ. πρεσβύτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go