Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρεσάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεσάρω [presáro] -ομαι Ρ6 : 1. πιέζω κτ. με πρέσα. 2. (μτφ.) ασκώ έντονη πίεση σε κπ.: Ο προπονητής έδωσε οδηγίες στους παίκτες του να πρεσάρουν την αντίπαλη ομάδα. Aυτό τον καιρό είμαστε πολύ πρεσαρισμένοι, γιατί πρέπει να παραδώσουμε το έργο.

[ιταλ. pressar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go