Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πρεζάκιας ο [prezákas] Ο4 πληθ. πρεζάκηδες : (προφ.) τοξικομανής (κυρ. για ηρωινομανείς και κοκαϊνομανείς): Έχει πάρει μερικές φορές ναρκωτικά αλλά δεν είναι ~.
[πρέζ(α) -άκιας]



