Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρεζάκιας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρεζάκιας ο [prezákas] Ο4 πληθ. πρεζάκηδες : (προφ.) τοξικομανής (κυρ. για ηρωινομανείς και κοκαϊνομανείς): Έχει πάρει μερικές φορές ναρκωτικά αλλά δεν είναι ~.

[πρέζ(α) -άκιας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go