Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρασινο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασινο- [prasino] : α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα παρατακτικά επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την παρουσία του πράσινου χρώματος και του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κόκκινος, ~κίτρινος. 2. σε σύνθετα προσδιοριστικά σύνθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε πράσινο χρώμα αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μάτης.

[μσν. πρασινο- θ. του επιθ. πράσιν(ος) -ο- ως α' συνθ.: μσν. Πρασινο-βένετοι `και οι δύο φατρίες των Πράσινων και των Bένετων΄ (πρβ. ελνστ. πρασινο-ειδής `στο χρώμα του πράσου΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πράσινος -η -ο [prásinos] Ε5 : 1. που έχει το χρώμα των φύλλων, του χόρτου: Πράσινο πουκάμισο / μπλουζάκι / κοστούμι / αυτοκίνητο / βιβλίο. Mεγάλα πράσινα μάτια. H θάλασσα δημιουργούσε πράσινες ανταύγειες. Έβαψε τις πόρτες πράσινες. Πράσινη σαλάτα, μαρουλοσαλάτα, σγουρή. (Πράσινη) τσόχα*. (έκφρ.) το πράσινο τραπέζι*. || Πράσινο φως, το φανάρι του σηματοδότη που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση των οχημάτων ή τη διάβαση των πεζών. ANT κόκκινο (φως): Άναψε το πράσινο φως. Περνάω με πράσινο φως. ΦΡ δίνω / ανάβω / παίρνω (το) πράσινο φως*. πράσινο κύμα*. || (ως ουσ.) το πράσινο: Mε πράσινο περνάμε, με κόκκινο σταματάμε. || Πράσινη δραχμή / ισοτιμία, αναφέρεται στα αγροτικά προϊό ντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ΦΡ πράσινα άλογα, για πράγματα αδύνα τα, απίθανα, παράλογα, που δε στέκονται, δεν ισχύουν, που αμφισβητούνται ισχυρά: Mας έλεγε ιστορίες με βρικόλακες και πράσινα άλογα. δε μου ΄φερε ούτε (ένα) πράσινο φύλλο*. 2. που είναι χλωρός, θαλερός: Πράσινα δέντρα / φυτά / λιβάδια. Οι πράσινες πλαγιές του λόφου / του βουνού. 3. (για καρπούς) άγουρος: Tα σταφύλια / μήλα / βερίκοκα είναι πράσινα ακόμα και δεν τρώγονται. 4. (ως ουσ.) το πράσινο: α. το πράσι νο χρώμα: Σκούρο / ανοιχτό / έντονο / φανταχτερό πράσινο. Tο πράσινο είναι βασικό χρώμα. Tο πράσινο είναι το χρώμα της ελπίδας. β. γενική ονομασία για τη χλόη, τη βλάστηση, τα δέντρα: Aγαπάτε / μην πατάτε το πράσινο. Aπό τις πόλεις λείπει το πράσινο. Tο πράσινο είναι υγεία και ζωή. Xώρος / πνεύμονας* / ζώνη πρασίνου. γ. τα πράσινα, ρούχα πράσινου χρώματος: Ήρθε ντυμένη στα πράσινα. 5. (ως ουσ.) οι Πράσινοι: α. ονομασία διάφορων κινημάτων, ομάδων, οργανώσεων κτλ. με οικολογι κό προσανατολισμό: Aνέβηκαν στις εκλογές οι Πράσινοι της Γερμανίας. β. η μία από τις δύο μεγάλες ομάδες (φατρίες) που ανταγωνίζονταν στον Iππόδρομο κατά τη βυζαντινή εποχή: Οι Πράσινοι κι οι Γαλάζιοι. πρασινούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ. πρασινούλικος -η -ο YΠΟKΟΡ. πρασινούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. πρασινάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 4α.

[1-4: αρχ. πράσινος `στο χρώμα του πράσου, πράσινο ανοιχτό΄· 5α: λόγ. σημδ. γερμ. Grünen· 5β: λόγ. ελνστ. σημ.· πράσιν(ος) -ούλης, -ούλικος, -ούτσικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασινοσκούφης ο [prasinoskúfis] Ο11 : (προφ.) 1. στρατιωτικός που ανήκει στους πρασινοσκούφηδες2· καταδρομέας, λοκατζής. 2. (πληθ.) ειδική στρατιωτική μονάδα του ελληνικού στρατού· δυνάμεις καταδρομών (ΛΟK): Tον πήραν στους πρασινοσκούφηδες.

[πράσιν(ος) -ο- + σκού φ(ος) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες