Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρασίνισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρασίνισμα το [prasínizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πρασι νίζω: Tο ~ των φυτών / των δέντρων / της γης.

[πρασινισ- (πρασινίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες