Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρακτόρευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρακτόρευση η [praktórefsi] Ο33 : η ανάληψη της διεκπεραίωσης υποθέσεων, της εκπροσώπησης συμφερόντων τρίτων με αμοιβή: ~ πλοίων / αεροπλάνων / λεωφορείων. || (μειωτ.): Tο κυβερνητικό κόμμα ανέλαβε την ~ των συμφερόντων ξένων δυνάμεων, την εξυπηρέτηση.

[λόγ. πρακτορεύ(ω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go