Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πραγματιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πραγματιστικός -ή -ό [praγmatistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πραγματισμό ή στον πραγματιστή: Πραγματιστικές θεωρίες / αντιλήψεις. πραγματιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. πραγματιστ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go