Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρίζα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρίζα η [príza] & μπρίζα η [bríza] Ο25 : εξάρτημα ηλεκτρικής εγκατάστασης, συνήθ. προσαρμοσμένο στον τοίχο, που είναι κατάλληλο για να δίνει ρεύμα σε ηλεκτρικές συσκευές: Για να δώσουμε ρεύμα στη συσκευή, πρέπει να βάλουμε το φις στην ~. Ξέχασε το σίδερο στην ~ και κόντεψε να καεί. ΦΡ (προφ.) είμαι στην ~, είμαι σε κατάσταση υπερέντασης, υπερκινητικότητας.

[γαλλ. pris(e) -α· ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-p > timb > tim-b] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go