Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πρήξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρήξιμο το [príksimo] Ο50 : το αποτέλεσμα του πρήζω. 1. οίδημα, φούσκωμα, εξόγκωμα: Tο ~ στο χέρι έχει αρχίσει να υποχωρεί. Aπό το χτύπημα μου έχει μείνει ένα ~ στον αστράγαλο. 2. (μτφ., οικ.) ταλαιπωρία, παίδεμα: Έφαγα τέτοιο ~ που σηκώθηκα κι έφυγα. πρηξιματάκι το YΠΟKΟΡ: Ένα ~ είναι, θα περάσει.

[πρηξ- (πρήζω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go