Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πρέστο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρέστο το [présto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) εκτέλεση σε γρήγορο ρυθμό. || (ως επίρρ.).

[ιταλ. presto]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες