Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πράκτορας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πράκτορας ο [práktoras] Ο5 : 1. αυτός που αναλαμβάνει να διεκπεραιώνει υποθέσεις τρίτων με αμοιβή: Εμπορικός / ναυτικός / ταξιδιωτικός ~. Kαλλιτεχνικός ~, αυτός που αναλαμβάνει να οργανώνει διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. ~ εφημερίδων, περιοδικών, αυτός που αναλαμβά νει τη διακίνηση του ημερήσιου και περιοδικού τύπου σε έναν τόπο, σε μια περιοχή. || Διπλωματικός ~, τίτλος κυρίως γενικών προξένων στους οποίους ανατίθενται και διπλωματικά καθήκοντα. 2. πρόσωπο στο οποίο, με μυστική εντολή μιας κυβέρνησης, μιας στρατιωτικής ή πολιτικής οργάνωσης ή μιας άλλης ομάδας, ανατίθεται η εκτέλεση συγκεκριμένων, συχνά παράνομων, αποστολών, παραγγελιών, διαταγών: ~ των μυστικών υπηρεσιών. Aποκαλύφθηκε ότι ήταν ~ ξένης δύναμης. Διπλός ~, που υπηρετεί δύο διαφορετικές και αντίπαλες δυνάμεις. ~ της CIA / της KGB.

[λόγ. < αρχ. πράκτωρ, αιτ. -ορα `που πραγματώνει, δικαστικός κλητήρας΄ σημδ. ιταλ. agente ή μέσω του γαλλ. agent]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go