Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πούμα το [púma] Ο (άκλ.) : μεγαλόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με κοκκινωπό ή σταχτόχρωμο τρίχωμα, που ανήκει στην οικογένεια των αιλουροειδών.
[λόγ. < αγγλ. puma (από γλ. των Ινδιάνων)]



