Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πούλμαν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πούλμαν το [púlman] Ο (άκλ.) : λεωφορείο, κατάλληλα εξοπλισμένο κυρίως για ταξίδια και τουρισμό: Έκαναν το γύρο της Ευρώπης με ~. Ένα ~ σαράντα θέσεων. πουλμανάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. pullman `βαγκονλί΄ < ανθρωπων. M. Ρullman (όν. Aμερικανού εφευρέτη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go