Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πούληση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πούληση η [púlisi] Ο32α : (προφ.) η πώληση.

[μσν. *πούληση (πρβ. μσν. πουλητής) < αρχ. πώλη(σις) -ση κατά το πωλώ > πουλώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go