Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουτανιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουτανιάρης ο [putanáris] Ο11 θηλ. πουτανιάρα [putanára] Ο25α : (λαϊκ., προφ.) 1. (για αρσ.) αυτός που (του αρέσει, συνηθίζει να) συναναστρέφεται με πόρνες. 2. αυτός που συμπεριφέρεται με πολύ πρόστυχο, ανέντιμο τρόπο.

[πουτάν(α) -ιάρης· πουτανιάρ(ης) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες