Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πουρμπουάρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουρμπουάρ το [purbuár] & (προφ.) μπουρμπουάρ το [burbuár] Ο (άκλ.) : το φιλοδώρημα: Έδωσε στο παιδί του κουρείου ένα μικρό ~. Άφησε τα ρέστα για ~.

[λόγ. < γαλλ. pourboire < φρ. pour boire `για να πιεις΄· αφομ. ηχηρ. [p-b > b-b] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go