Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πουκαμισάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πουκαμισάς ο [pukamisás] Ο1 θηλ. πουκαμισού [pukamisú] Ο37 : τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή πουκάμισων: Zητούνται πεπειραμένες πουκαμισούδες. || αυτός που πουλάει, που εμπορεύεται πουκάμισα.

[πουκάμισ(ο) -άς· πουκαμισ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες