Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουάν το [puán] & πουά το [puá] Ο (άκλ.) : η βούλα1: Πουκάμισο / μπλού ζα / φόρεμα / κουρτίνα με ~. || (πληθ.) υφάσματα, ρούχα με βούλες: Φέτος είναι της μόδας τα ~. || (ως επίθ.) που είναι γεμάτος με βούλες (ιδ. για υφάσματα, ρούχα): Φορούσε μια ~ φούστα / μπλούζα.
[λόγ. < γαλλ. point (είδος κεντήματος)· λόγ. < γαλλ. pois]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πουαντιλισμός ο [puantilizmós] Ο17 : τεχνική στη ζωγραφική, που χρησιμοποιεί χρωματικά στίγματα για να αποδώσει το φως και τα αντικείμε να.
[λόγ. < γαλλ. pointillisme (-isme = -ισμός)]