Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποτοποιία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτοποιία η [potopiía] Ο25 : 1. η οργανωμένη παραγωγή, παρασκευή ποτών: Bιομηχανία ποτοποιίας. H ~ είναι δυναμικός κλάδος στην ελληνική οικονομία. 2. ο χώρος, η επιχείρηση (βιομηχανία, βιοτεχνία) παραγωγής ποτών: Οι εγκαταστάσεις / τα μηχανήματα / οι αποθήκες της ποτοποιίας.

[λόγ. ποτ(όν) -ο- + -ποιία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go