Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποταπός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταπός -ή -ό [potapós] Ε1 : που είναι τιποτένιος, ευτελής, πρόστυχος. α. (για πρόσ.): ~ χαρακτήρας / άνθρωπος. β. (για ενέργειες): Ποταπές πράξεις. Mεταχειρίστηκε ποταπά μέσα. ποταπά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ποταπός (αρχ. ποδαπός) `τι είδους΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go