Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποταμίσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμίσιος -α -ο [potamísxos] Ε4 : που αναφέρεται σε ποτάμι, που προέρχεται από αυτό: Ποταμίσια ψάρια.

[ποτάμ(ι) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go