Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποτίστρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτίστρα η [potístra] Ο25 : (οικ.) το μέρος, η εγκατάσταση ή το σκεύος από όπου πίνουν νερό τα ζώα.

[ελνστ. ποτίστρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες