Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ποτ
34 items total [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτ το [pót] Ο (άκλ.) : το σύνολο των πονταρισμένων χρημάτων που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι (κυρ. στο πόκερ και στην πόκα) πριν από το μοίρασμα των φύλλων.

[λόγ. < αγγλ. pot]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτ πουρί το [pót purí] Ο (άκλ.) : 1. μέρη (στροφές, ρεφρέν) από διάφορες, συνήθ. γνωστές και δημοφιλείς, μελωδίες, που εκτελούνται διαδοχικά ως ενιαίο σύνολο: H ορχήστρα έπαιζε ένα εύθυμο ~. 2. σύνολο, ποικιλία από πολλά, ποικιλόμορφα πράγματα.

[λόγ. < γαλλ. pot-pourri]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτάμι το [potámi] Ο44 : 1. μεγάλο φυσικό ρεύμα γλυκού νερού που δημιουργείται είτε από πηγές είτε από ρυάκια και ρέει μέσα σε φυσικούς αύλακες της επιφάνειας της γης· ποταμός1: Πλημμύρισε / στέρεψε το ~. Ψαρεύει / κολυμπάει / πνίγηκε στο ~. Tο ~ χύνεται στη λίμνη / στη θάλασσα. Ο ιδρώτας του έτρεχε σαν ~. ΦΡ τον πήρε το ~, απέτυχε, καταστράφηκε τελείως. σιγανό* ~. (κυρ. για αινίγματα) να το πάρει το ~;, να αποκαλύψω τη λύση; (γνωμ.) το ~ δε γυρίζει πίσω, η ιστορική εξέλιξη δε σταματάει ούτε οπισθοδρομεί. 2. (μτφ., κυρ. για υγρά) μεγάλη ποσότητα: Ποτάμια ιδρώτα / αίματος. Ποτάμια λάβας ξεχύθηκαν από τον κρατήρα του ηφαιστείου. || (ως επίρρ.): Ο ιδρώτας / το δάκρυ / το αίμα έτρεχε ~. Tο κρασί χυνόταν ~ από τα τρύπια βαρέλια. ποταμάκι το YΠΟKΟΡ. ΠAΡ ΦΡ τα σιγανά* ποταμάκια να φοβάσαι.

[μσν. ποτάμιν < αρχ. ποτάμιον υποκορ. του ποταμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμιά η [potamná] Ο24 : το ποτάμι και η κοντινή γύρω από αυτό περιοχή: Έχει χωράφια στην ~.

[ποτάμ(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποτάμιος -α -ο [potámios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει ή που αναφέρεται σε ποταμό: Ποτάμια ύδατα / ρεύματα / αποθέματα.

[λόγ. < αρχ. ποτάμιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμίσιος -α -ο [potamísxos] Ε4 : που αναφέρεται σε ποτάμι, που προέρχεται από αυτό: Ποταμίσια ψάρια.

[ποτάμ(ι) -ίσιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμολογία η [potamolojía] Ο25α : επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των ποταμών.

[λόγ. ποταμ(ός) -ο- + -λογία μτφρδ. αγγλ. fluviology]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμοπλοΐα η [potamoploía] Ο25 : ναυσιπλοΐα σε πλωτό ποτάμι.

[λόγ. ποταμ(ός) -ο- + -πλοΐα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμόπλοιο το [potamóplio] Ο41 : πλοίο χωρίς καρίνα, κατάλληλο για να πλέει σε ποτάμια (ως φορτηγό ή επιβατικό): Διασχίσαμε το Nείλο με ~.

[λόγ. ποταμ(ός) -ο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. riverboat]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποταμός ο [potamós] Ο17 : 1. μεγάλο φυσικό ρεύμα γλυκού νερού που δημιουργείται είτε από πηγές είτε από ρυάκια και ρέει μέσα σε φυσικούς αύλακες της επιφάνειας της γης· ποτάμι1: Πηγή / κοίτη / όχθη / συμβολή / εκβολή / στόμιο / δέλτα ποταμού. Mεγάλος / μικρός / πλατύς / ορμητικός / πλωτός ~. Ο ~ σχηματίζει μαιάνδρους. Διευθέτηση / εκτροπή της κοίτης του ποταμού. Ο Δούναβης ~ είναι ο μεγαλύτερος της Ευρώπης. ΦΡ άνω ποταμών, για κτ. (λόγο ή ενέργεια) που ξεπερνάει τα όρια της λογικής, της ανοχής: Aυτό που είπες / που έκανες είναι άνω ποταμών. 2. (μτφ., κυρ. για υγρά) μεγάλη ποσότητα: Ποταμοί δακρύων / ιδρώτα / αίματος. || Συνέντευξη / ομιλία ~, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη διάρκεια, έκταση, που ασχολείται με πολλά θέματα και εκφράζεται με λόγο συνεχή και ορμητικό. Mυθιστόρημα ~, που χαρακτηρίζεται από μεγάλη έκταση, που περιγράφει τη ζωή πολλών ανθρώπων για πολλές γενιές.

[1: αρχ. ποταμός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. fleuve]

< Previous   [1] 2 3 4   Next >
Go to page:Go