Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ποσόστωση η [posóstosi] Ο33 : ο καθορισμός ποσοστών σε σχέση προς ένα (σύν)ολο: H Ευρωπαϊκή Ένωση επέβαλε ποσοστώσεις στα γεωργικά προϊόντα, καθόρισε τα ποσοστά παραγωγής, εισαγωγής ή εξαγωγής (ανά προϊόν) σε κάθε χώρα.
[λόγ. ποσοστ(όν) -ωσις > -ωση]



