Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποσοστό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποσοστό το [posostó] Ο38 : κλασματικό μέρος ποσού, που εκφράζει σχέσεις, αντιστοιχίες και που ορίζεται συνήθ. σε εκατοστά ή χιλιοστά: ~ επί των εισπράξεων / επί των κερδών. ~ επί τοις εκατό (%) / επί τοις χιλίοις (δ). Xαμηλό / υψηλό / σημαντικό / μέτριο ~. Ποσοστά γεννητικότητας / θνησιμότητας / αυτοκτονιών. Δουλεύει με ποσοστά, αμείβεται ανάλογα με τα κέρδη ή τις εισπράξεις. ~ (συν)ιδιοκτησίας. Διεκδικεί ~ 20% επί των κερδών. Tα είδη πολυτελείας έχουν υψηλό ποσοστό κέρδους. || τμήμα ενός συνόλου: Mεγάλο ~ των κατοίκων του νησιού ασχολείται με τον τουρισμό.

[λόγ. πόσ(ος) -οστόν ουδ. του -οστός μτφρδ. γαλλ. tantième (από το συσχετισμό tantième… quantième)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες