Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορφυρογέννητος -η -ο [porfirojénitos] Ε5 : τίτλος των παιδιών των βυζαντινών αυτοκρατόρων που γεννιούνταν ενώ ήδη βασίλευαν οι γονείς τους.
[λόγ. < μσν. πορφυρογέννητος < πορφύρ(α) -ο- + γεννη- (γεννώ) -τος]



