Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορτμαντό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορτμαντό το [pórtmantó] Ο (άκλ.) : έπιπλο, στις κρεμάστρες του οποίου κρεμούν παλτά και άλλα εξωτερικά ρούχα.

[λόγ. < γαλλ. portemanteau]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go