Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πορταμέντο το [portaménto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η ομαλή και ευκρινής μετάβαση (της φωνής ή έγχορδου οργάνου) από ένα φθόγγο σε άλλο, με εξάντληση όλης της χρωματικής κλίμακας.
[ιταλ. portamento]



