Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πορνογραφικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορνογραφικός -ή -ό [pornoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην πορνογραφία: Πορνογραφική ταινία / φυλλάδα / παραφιλολογία. Πορνογραφικό περιοδικό / έντυπο.

[λόγ. < γαλλ. pornographique < pornograph(e) < ελνστ. πορνογράφ(ος) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go