Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πορνίδιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πορνίδιο το [porníδio] Ο40 : πόρνη νεαρής ηλικίας και κυρίως υβριστικός χαρακτηρισμός για (ανήθικη) γυναίκα νεαρής ηλικίας.

[λόγ. < αρχ. πορνίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες