Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ποπκόρν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ποπκόρν το [pópkórn] Ο (άκλ.) : φαγώσιμο από σπόρους μιας ποικιλίας καλαμποκιού, που, όταν ψηθούν, σκάζουν, φουσκώνουν και αποκτούν λευκό χρώμα.

[αγγλ. popcorn κατά το γαλλ. τονισμό]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες