Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πονόδοντος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πονόδοντος ο [ponóδondos] Ο20 : ο πόνος των δοντιών: Ένα χαλασμένο δόντι τού προκάλεσε ισχυρό πονόδοντο.

[πονο- + δόντ(ι) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες