Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πομάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πομάδα η [pomáδa] Ο26 : (παρωχ.) αλοιφή, κρέμα (κυρ. προσώπου) με φαρμακευτικές και ιδίως καλλυντικές ιδιότητες.

[βεν. pomada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες