Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πολύωρος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύωρος -η -ο [políoros] Ε5 : που διαρκεί πολλές ώρες, πολύ χρόνο. ANT ολιγόωρος: Πολύωρη συζήτηση / συνεδρίαση / αναμονή.

[λόγ. πολυ- + ώρ(α) -ος (διαφ. το αρχ. πολύωρος `μεγάλης ηλικίας΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες