Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- πολύωρος -η -ο [políoros] Ε5 : που διαρκεί πολλές ώρες, πολύ χρόνο. ANT ολιγόωρος: Πολύωρη συζήτηση / συνεδρίαση / αναμονή.
[λόγ. πολυ- + ώρ(α) -ος (διαφ. το αρχ. πολύωρος `μεγάλης ηλικίας΄)]



