Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύφωνος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύφωνος -η -ο [polífonos] Ε5 : που έχει πολλές φωνές, πολλές μελωδικές γραμμές. ANT μονόφωνος.

[λόγ. < αγγλ. polyphonous (στη νέα σημ.) < αρχ. πολύφωνος `που κελαηδάει σε πολλούς τόνους (για πουλί)΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go