Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύτεκνος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύτεκνος -η -ο [políteknos] Ε5 : που έχει πολλά παιδιά. ANT άτεκνος: Πολύτεκνη μητέρα / οικογένεια. || (ως ουσ.) ο πολύτεκνος: H πολιτεία αναγνωρίζει ως πολύτεκνους όσους έχουν από τρία παιδιά και πάνω. Σύλλογος / επίδομα πολυτέκνων.

[λόγ. < αρχ. πολύτεκνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go