Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύσπαστο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύσπαστο το [políspasto] Ο41 : ανυψωτικό μηχάνημα που αποτελείται συνήθ. από ένα σύστημα (ακίνητων και ελεύθερων) τροχαλιών: Xειροκίνητο / ηλεκτρικό ~.

[λόγ. < ελνστ. πολύσπαστον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go