Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πολύπλοκος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πολύπλοκος -η -ο [políplokos] Ε5 : που είναι σύνθετος στη διάταξη, στη σύνθεση ή στη σχέση των στοιχείων, των μερών του· περίπλοκος. ANT απλός: ~ μηχανισμός. Πολύπλοκο σύστημα. Πολύπλοκο πρόβλημα, δυσεπίλυτο. Πολύπλοκη υπόθεση, μπερδεμένη, δύσκολη. Οι ανθρώπινες σχέσεις έχουν γίνει πολύπλοκες. Ένα πολύπλοκο μηχάνημα με σωλήνες, μοχλούς, διακόπτες και λαμπάκια που αναβοσβήνουν. πολύπλοκα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. πολύπλοκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go